διαφοροποιημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]διαφοροποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαφοροποιώ
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαφοροποιημένος