διαφορτωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφορτωτικός < δια- + φορτωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαφορτωτικός
- που αφορά ή εμπλέκει δύο τουλάχιστον μέσα μεταφοράς ενός προϊόντος
- (ουσιαστικοποιημένο) διαφορτωτική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφορτωτικός
|