διαφορτωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφορτωτικός η διαφορτωτική το διαφορτωτικό
      γενική του διαφορτωτικού της διαφορτωτικής του διαφορτωτικού
    αιτιατική τον διαφορτωτικό τη διαφορτωτική το διαφορτωτικό
     κλητική διαφορτωτικέ διαφορτωτική διαφορτωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφορτωτικοί οι διαφορτωτικές τα διαφορτωτικά
      γενική των διαφορτωτικών των διαφορτωτικών των διαφορτωτικών
    αιτιατική τους διαφορτωτικούς τις διαφορτωτικές τα διαφορτωτικά
     κλητική διαφορτωτικοί διαφορτωτικές διαφορτωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαφορτωτικός < δια- + φορτωτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διαφορτωτικός

  1. που αφορά ή εμπλέκει δύο τουλάχιστον μέσα μεταφοράς ενός προϊόντος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) διαφορτωτική

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]