διαφυλάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαφυλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαφυλάσσω (αρχαία σημασία: παρατηρώ προσεχτικά) [1] < δια- + φυλάσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.fiˈla.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐φυ‐λάσ‐σω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαφυλάσσω, αόρ.: διαφύλαξα, παθ.φωνή: διαφυλάσσομαι, π.αόρ.: διαφυλάχθηκα, μτχ.π.π.: διαφυλαγμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δια και φυλάω

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαφυλάσσω < δια- + φυλάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαφυλάσσω

  1. παρατηρώ προσεχτικά
  2. (ελληνιστική σημασία) προστατεύω, κρατάω ασφαλές

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]