διαφυλαγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφυλαγμένος η διαφυλαγμένη το διαφυλαγμένο
      γενική του διαφυλαγμένου της διαφυλαγμένης του διαφυλαγμένου
    αιτιατική τον διαφυλαγμένο τη διαφυλαγμένη το διαφυλαγμένο
     κλητική διαφυλαγμένε διαφυλαγμένη διαφυλαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφυλαγμένοι οι διαφυλαγμένες τα διαφυλαγμένα
      γενική των διαφυλαγμένων των διαφυλαγμένων των διαφυλαγμένων
    αιτιατική τους διαφυλαγμένους τις διαφυλαγμένες τα διαφυλαγμένα
     κλητική διαφυλαγμένοι διαφυλαγμένες διαφυλαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

διαφυλαγμένος





Μεταφράσεις[επεξεργασία]