διαφυλετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διαφυλετικός , -ή, -ό
- που αφορά διαφορετικές φυλές
- που αφορά διαφορετικές κουλτούρες, ήθη και έθιμα, κ.λπ.
- διαφυλετικός γάμος
- διαφυλετική σχέση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφυλετικός
|