διαφωνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διαφωνώ
- πιστεύω, έχω ή υποστηρίζω διαφορετικές απόψεις σε σχέση με κάποιον άλλον
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφωνώ | διαφωνούσα | θα διαφωνώ | να διαφωνώ | διαφωνώντας | |
β' ενικ. | διαφωνείς | διαφωνούσες | θα διαφωνείς | να διαφωνείς | (διαφώνει) | |
γ' ενικ. | διαφωνεί | διαφωνούσε | θα διαφωνεί | να διαφωνεί | ||
α' πληθ. | διαφωνούμε | διαφωνούσαμε | θα διαφωνούμε | να διαφωνούμε | ||
β' πληθ. | διαφωνείτε | διαφωνούσατε | θα διαφωνείτε | να διαφωνείτε | διαφωνείτε | |
γ' πληθ. | διαφωνούν(ε) | διαφωνούσαν(ε) | θα διαφωνούν(ε) | να διαφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφώνησα | θα διαφωνήσω | να διαφωνήσω | διαφωνήσει | ||
β' ενικ. | διαφώνησες | θα διαφωνήσεις | να διαφωνήσεις | διαφώνησε | ||
γ' ενικ. | διαφώνησε | θα διαφωνήσει | να διαφωνήσει | |||
α' πληθ. | διαφωνήσαμε | θα διαφωνήσουμε | να διαφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | διαφωνήσατε | θα διαφωνήσετε | να διαφωνήσετε | διαφωνήστε | ||
γ' πληθ. | διαφώνησαν διαφωνήσαν(ε) |
θα διαφωνήσουν(ε) | να διαφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαφωνήσει | είχα διαφωνήσει | θα έχω διαφωνήσει | να έχω διαφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαφωνήσει | είχες διαφωνήσει | θα έχεις διαφωνήσει | να έχεις διαφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαφωνήσει | είχε διαφωνήσει | θα έχει διαφωνήσει | να έχει διαφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφωνήσει | είχαμε διαφωνήσει | θα έχουμε διαφωνήσει | να έχουμε διαφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαφωνήσει | είχατε διαφωνήσει | θα έχετε διαφωνήσει | να έχετε διαφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφωνήσει | είχαν διαφωνήσει | θα έχουν διαφωνήσει | να έχουν διαφωνήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαφωνώ
|