διαφωτιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφωτιστικά < διαφωτιστικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαφωτιστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφωτιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαφωτιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφωτιστικό