Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαφύλαξις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαφύλαξῐς αἱ διαφυλάξεις
      γενική τῆς διαφυλάξεως τῶν διαφυλάξεων
      δοτική τῇ διαφυλάξει ταῖς διαφυλάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαφύλαξῐν τὰς διαφυλάξεις
     κλητική ! διαφύλαξῐ διαφυλάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαφυλάξει
γεν-δοτ τοῖν  διαφυλαξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαφύλαξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαφυλάσσω, δια-φυλακ- + -σις > -ξις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαφύλαξις, -εως θηλυκό