διαφώτιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφώτιστος η διαφώτιστη το διαφώτιστο
      γενική του διαφώτιστου της διαφώτιστης του διαφώτιστου
    αιτιατική τον διαφώτιστο τη διαφώτιστη το διαφώτιστο
     κλητική διαφώτιστε διαφώτιστη διαφώτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφώτιστοι οι διαφώτιστες τα διαφώτιστα
      γενική των διαφώτιστων των διαφώτιστων των διαφώτιστων
    αιτιατική τους διαφώτιστους τις διαφώτιστες τα διαφώτιστα
     κλητική διαφώτιστοι διαφώτιστες διαφώτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαφώτιστος < διαφωτίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

διαφώτιστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]