διαχαράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαχαράττω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαχαράσσω < αρχαία ελληνική δια- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.xaˈɾa.so/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐χα‐ράσ‐σω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαχαράσσω, αόρ.: διαχάραξα, παθ.φωνή: διαχαράσσομαι, π.αόρ.: διαχαράχθηκα, μτχ.π.π.: διαχαραγμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις χαράσσω και χάρακας

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαχαράσσω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δια- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

Ρήμα[επεξεργασία]

διαχαράσσω, αττικός τύπος : διαχαράττω

Παράγωγα[επεξεργασία]

μετοχές

Πηγές[επεξεργασία]