διαχειμάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαχειμάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαχειμάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχειμάζω
- θα διαχειμάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχειμάζω