διαχειρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διαχειρίζω
- έχω κάτι στο χέρι μου και το διαχειρίζομαι
- (μέσο) διαχειρίζομαι: σκοτώνω
διαχειρίζω