διαχρονικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διαχρονικά < διαχρονικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαχρονικά
- σε όλες τις εποχές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαχρονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαχρονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαχρονικό