διαχωρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαχωρίζω < αρχαία ελληνική διαχωρίζω < διά + χωρίζω < χῶρος / χώρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.xɔ.ˈɾi.zɔ/ και /ðʝa.xɔ.ˈɾi.zɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
διαχωρίζω (παθητική φωνή: διαχωρίζομαι)
- ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από άλλο
- πρέπει να διαχωριστεί το θέμα της κλωστικής κάνναβης από την ιατρική κάνναβη
- διαιρώ, διαιρούμαι σε δύο ή περισσότερα μέρη
- το κύτταρο μορεί να διαχωριστεί σε άνισα μέρη
- Πρέπει να διαχωριστούν όλες οι ουσίες για να γίνει σωστή ανάλυση του δείγματος
- παίρνω απόσταση από την άποψη των άλλων
- Λυπάμαι, αλλά θα διαχωρίσω τη θέση μου, γιατί με άλλοθι το ρατσισμό ψηφίζεται ένα λογοκριτικό νομοσχέδιο
[επεξεργασία]
- αδιαχώριστα
- αδιαχώριστος
- διαχώριση
- διαχωρισμένος
- διαχωρισμός
- διαχωριστικά
- διαχωριστικός
- → δείτε τις λέξεις διά, χωρίζω, χώρος και χώρα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαχωρίζω | διαχώριζα | θα διαχωρίζω | να διαχωρίζω | διαχωρίζοντας | |
β' ενικ. | διαχωρίζεις | διαχώριζες | θα διαχωρίζεις | να διαχωρίζεις | διαχώριζε | |
γ' ενικ. | διαχωρίζει | διαχώριζε | θα διαχωρίζει | να διαχωρίζει | ||
α' πληθ. | διαχωρίζουμε | διαχωρίζαμε | θα διαχωρίζουμε | να διαχωρίζουμε | ||
β' πληθ. | διαχωρίζετε | διαχωρίζατε | θα διαχωρίζετε | να διαχωρίζετε | διαχωρίζετε | |
γ' πληθ. | διαχωρίζουν(ε) | διαχώριζαν διαχωρίζαν(ε) |
θα διαχωρίζουν(ε) | να διαχωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαχώρισα | θα διαχωρίσω | να διαχωρίσω | διαχωρίσει | ||
β' ενικ. | διαχώρισες | θα διαχωρίσεις | να διαχωρίσεις | διαχώρισε | ||
γ' ενικ. | διαχώρισε | θα διαχωρίσει | να διαχωρίσει | |||
α' πληθ. | διαχωρίσαμε | θα διαχωρίσουμε | να διαχωρίσουμε | |||
β' πληθ. | διαχωρίσατε | θα διαχωρίσετε | να διαχωρίσετε | διαχωρίστε | ||
γ' πληθ. | διαχώρισαν διαχωρίσαν(ε) |
θα διαχωρίσουν(ε) | να διαχωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαχωρίσει | είχα διαχωρίσει | θα έχω διαχωρίσει | να έχω διαχωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαχωρίσει | είχες διαχωρίσει | θα έχεις διαχωρίσει | να έχεις διαχωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαχωρίσει | είχε διαχωρίσει | θα έχει διαχωρίσει | να έχει διαχωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαχωρίσει | είχαμε διαχωρίσει | θα έχουμε διαχωρίσει | να έχουμε διαχωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαχωρίσει | είχατε διαχωρίσει | θα έχετε διαχωρίσει | να έχετε διαχωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαχωρίσει | είχαν διαχωρίσει | θα έχουν διαχωρίσει | να έχουν διαχωρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαχωρίζομαι | διαχωριζόμουν(α) | θα διαχωρίζομαι | να διαχωρίζομαι | ||
β' ενικ. | διαχωρίζεσαι | διαχωριζόσουν(α) | θα διαχωρίζεσαι | να διαχωρίζεσαι | (διαχωρίζου) | |
γ' ενικ. | διαχωρίζεται | διαχωριζόταν(ε) | θα διαχωρίζεται | να διαχωρίζεται | ||
α' πληθ. | διαχωριζόμαστε | διαχωριζόμαστε διαχωριζόμασταν |
θα διαχωριζόμαστε | να διαχωριζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαχωρίζεστε | διαχωριζόσαστε διαχωριζόσασταν |
θα διαχωρίζεστε | να διαχωρίζεστε | (διαχωρίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαχωρίζονται | διαχωρίζονταν διαχωριζόντουσαν |
θα διαχωρίζονται | να διαχωρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαχωρίστηκα | θα διαχωριστώ | να διαχωριστώ | διαχωριστεί | ||
β' ενικ. | διαχωρίστηκες | θα διαχωριστείς | να διαχωριστείς | διαχωρίσου | ||
γ' ενικ. | διαχωρίστηκε | θα διαχωριστεί | να διαχωριστεί | |||
α' πληθ. | διαχωριστήκαμε | θα διαχωριστούμε | να διαχωριστούμε | |||
β' πληθ. | διαχωριστήκατε | θα διαχωριστείτε | να διαχωριστείτε | διαχωριστείτε | ||
γ' πληθ. | διαχωρίστηκαν διαχωριστήκαν(ε) |
θα διαχωριστούν(ε) | να διαχωριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαχωριστεί | είχα διαχωριστεί | θα έχω διαχωριστεί | να έχω διαχωριστεί | διαχωρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαχωριστεί | είχες διαχωριστεί | θα έχεις διαχωριστεί | να έχεις διαχωριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαχωριστεί | είχε διαχωριστεί | θα έχει διαχωριστεί | να έχει διαχωριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαχωριστεί | είχαμε διαχωριστεί | θα έχουμε διαχωριστεί | να έχουμε διαχωριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαχωριστεί | είχατε διαχωριστεί | θα έχετε διαχωριστεί | να έχετε διαχωριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαχωριστεί | είχαν διαχωριστεί | θα έχουν διαχωριστεί | να έχουν διαχωριστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαχωρίζω