διαχωριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαχωριστής < διαχωρίζω + -ιστής, (μεταφραστικό δάνειο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαχωριστής αρσενικό
- (τεχνολογία) κάθε συσκευή ή εξάρτημα που χρησιμεύει στο διαχωρισμό υλικών
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- υπάρχει πλήθος διαχωριστών, ανάλογα με το υλικό με το οποίο σχετίζονται, όπως διαχωριστής γάλακτος, διαχωριστής ξύλου, διαχωριστής μελιού κ.ο.κ.
- ορισμένοι χρησιμοποιούν τη λέξη διαχωριστής για συσκευές διακλάδωσης, δηλ. ως συνώνυμη του διακλαδωτής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κορυφολόγος (ο διαχωριστής γάλακτος)
- υδραυλικός διαχωριστής
- φυγοκεντρικός διαχωριστής