διβοράνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διβοράνιο τα διβοράνια
      γενική του διβορανίου
διβοράνιου
των διβορανίων
    αιτιατική το διβοράνιο τα διβοράνια
     κλητική διβοράνιο διβοράνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διβοράνιο < δι- + βοράνιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διβοράνιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]