διβοράνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διβοράνιο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, (υδρίδιο), βορίου και υδρογόνου με μοριακό τύπο B2H6, άχρωμο εκρηκτικό αέριο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- βοροαιθάνιο
- διϋδρίδιο του βορίου
- εξαϋδρίδιο του βορονίου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- διβοράνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διβοράνιο
|