διδάκτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δικτάτορας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διδάκτορας οι διδάκτορες
      γενική του
του/της
διδάκτορα
διδάκτορος
των διδακτόρων
    αιτιατική τον/τη διδάκτορα τους/τις διδάκτορες
     κλητική διδάκτορα διδάκτορες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Δείτε επίσης «διδάκτωρ»
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διδάκτορας < (καθαρεύουσα) διδάκτωρ < διδάσκω + -τωρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διδάκτορας αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: διδακτόρισσα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]