διδάξας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδάξας
διδάξαντας
η διδάξασα το διδάξαν
      γενική του διδάξαντος
διδάξαντα
της διδάξασας
διδαξάσης*
του διδάξαντος
    αιτιατική τον διδάξαντα τη διδάξασα το διδάξαν
     κλητική διδάξας
διδάξαντα
διδάξασα διδάξαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδάξαντες οι διδάξασες τα διδάξαντα
      γενική των διδαξάντων των διδαξασών των διδαξάντων
    αιτιατική τους διδάξαντες τις διδάξασες τα διδάξαντα
     κλητική διδάξαντες διδάξασες διδάξαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διδάξας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάξας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος διδάσκω

Μετοχή[επεξεργασία]

διδάξας, -ασα, -αν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διδάξᾱς διδάξᾱσ τὸ διδάξᾰν
      γενική τοῦ διδάξᾰντος τῆς διδαξᾱ́σης τοῦ διδάξᾰντος
      δοτική τῷ διδάξᾰντ τῇ διδαξᾱ́σ τῷ διδάξᾰντ
    αιτιατική τὸν διδάξᾰντ τὴν διδάξᾱσᾰν τὸ διδάξᾰν
     κλητική ! διδάξᾱς διδάξᾱσ διδάξᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διδάξᾰντες αἱ διδάξᾱσαι τὰ διδάξᾰντ
      γενική τῶν διδαξᾰ́ντων τῶν διδαξᾱσῶν τῶν διδαξᾰ́ντων
      δοτική τοῖς διδάξᾱσῐ(ν) ταῖς διδαξᾱ́σαις τοῖς διδάξᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διδάξᾰντᾰς τὰς διδαξᾱ́σᾱς τὰ διδάξᾰντ
     κλητική ! διδάξᾰντες διδάξᾱσαι διδάξᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διδάξᾰντε τὼ διδαξᾱ́σ τὼ διδάξᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν διδάξᾰ́ντοιν τοῖν διδαξᾱ́σαιν τοῖν διδαξᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

διδάξας, -ασα, -αν

  • μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐδίδαξα) του ρήματος διδάσκω
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 2, 6
    λέγω δ' οἷον τό τε γεννητικὸν καὶ τὸ ὀργανικὸν τῷ γεννωμένῳ· τούτων γὰρ τὸ μὲν ὑπάρχειν δεῖ πρότερον, τὸ ποιητικόν, οἷον τὸ διδάξαν τοῦ μανθάνοντος, τοὺς δ' αὐλοὺς ὕστερον τοῦ μανθάνοντος αὐλεῖν·
    λείπει η μετάφραση