διδάξιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδάξιμος < (διδάσκω) διδαξ- + -ιμος. Δείτε και την αρχαία ελληνική δίδαξις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈða.ksi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐δά‐ξι‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
διδάξιμος, -η , -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διδακτέος (που πρέπει να διδαχτεί)
→ και δείτε τη λέξη διδάσκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .