διδάσκαλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διδάσκαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκαλος. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο δάσκαλος.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈða.ska.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐δά‐σκα‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διδάσκαλος αρσενικό (λόγιο), (θηλυκό διδασκάλισσα)
- (επάγγελμα) δάσκαλος
- (γενικότερα) δάσκαλος ή λόγιος μεγάλου κύρους
οι διδάσκαλοι του Γένους
- ※ Προς διδάσκαλον καί πάντα πεπαιδευμένον ἂνδρα: ... Κύριε (δεῑνα), Την Ὑμετέραν Σοφολογιότητα μὲ σέβας προσκυνῶ, καὶ ἀσπάζομαι (Ἐπιστολάριον περιέχον διαφόρους τύπους ἐπιστολών, πάνυ χρησίμους εἰς ὁποιανδήποτε ἀνθρωπίνην κατάστασιν και περίστασιν του βίου. Μεταρρυθμισθέν και ... ἐπαυξηθέν, Ἐκδοσις πέμπτη, Βενετία, εκ του ελληνικού τυπογραφείου Ο Φοίνιξ, 1875, σελ. 26 )
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία] Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-διδασκαλος»
όπως
- γραμματοδιδάσκαλος (παρωχημένο)
- δημοδιδάσκαλος, δημοδιδασκάλισσα
- ελληνοδιδάσκαλος, ελληνοδιδασκάλισσα (παρωχημένο)
- ιεροδιδάσκαλος
- μουσικοδιδάσκαλος
- νομοδιδάσκαλος
- οικοδιδάσκαλος (παρωχημένο)
- χοροδιδάσκαλος (παρωχημένο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη διδάσκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διδάσκαλος
→ δείτε τη λέξη δάσκαλος |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | διδάσκαλος | οἱ/αἱ | διδάσκαλοι |
γενική | τοῦ/τῆς | διδασκάλου | τῶν | διδασκάλων |
δοτική | τῷ/τῇ | διδασκάλῳ | τοῖς/ταῖς | διδασκάλοις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | διδάσκαλον | τοὺς/τὰς | διδασκάλους |
κλητική ὦ! | διδάσκαλε | διδάσκαλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διδασκάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διδασκάλοιν | ||
Σπάνιο το θηλυκό. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διδάσκαλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διδάσκαλος αρσενικό (σπανίως και θηλυκό)
- δάσκαλος, διδάσκαλος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.2
- ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ.
- Αλλ᾽ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον, η', 19
- καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ, Διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.2
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ἀσωτοδιδάσκαλος
- διθυραμβοδιδάσκαλος
- δουλοδιδάσκαλος
- ἐρωτοδιδάσκαλος
- ἑτεροδιδάσκαλος
- γεροντοδιδάσκαλος
- γραμματοδιδάσκαλος
- ἱεροδιδάσκαλος
- καλοδιδάσκαλος
- κυκλιοδιδάσκαλος
- κωμῳδοδιδάσκαλος
- λογοδιδάσκαλος
- νομοδιδάσκαλος
- ὁπλοδιδάσκαλος
- ὀρχηστοδιδάσκαλος
- παιδοδιδάσκαλος
- ποιητοδιδάσκαλος
- πονηροδιδάσκαλος
- πορνοδιδάσκαλος
- ῥητοροδιδάσκαλος
- τραγῳδοδιδάσκαλος
- τυραννοδιδάσκαλος
- ὑμνοδιδάσκαλος
- ὑποδιδάσκαλος
- χαμαιδιδάσκαλος
- χοροδιδάσκαλος
- ψευδοδιδάσκαλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη διδάσκω
Πηγές
[επεξεργασία]- διδάσκαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διδάσκαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Καινή Διαθήκη (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)