διδάσκοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- διδάσκοντας: η νεότερη άκλιτη μετοχή
Μετοχή[επεξεργασία]
διδάσκοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διδάσκω
- ↪μόνο διδάσκοντας μπορεί να βελτιωθεί πραγματικά ένας διδάσκων
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διδάσκων & διδάσκοντας |
η | διδάσκουσα | το | διδάσκον |
γενική | του | διδάσκοντος & διδάσκοντα |
της | διδάσκουσας & διδασκούσης* |
του | διδάσκοντος |
αιτιατική | τον | διδάσκοντα | τη | διδάσκουσα | το | διδάσκον |
κλητική | διδάσκων & διδάσκοντα |
διδάσκουσα | διδάσκον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διδάσκοντες | οι | διδάσκουσες | τα | διδάσκοντα |
γενική | των | διδασκόντων | των | διδασκουσών | των | διδασκόντων |
αιτιατική | τους | διδάσκοντες | τις | διδάσκουσες | τα | διδάσκοντα |
κλητική | διδάσκοντες | διδάσκουσες | διδάσκοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- διδάσκοντας < αρχαία ελληνική διδάσκω, μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του διδάσκω
Μετοχή[επεξεργασία]
διδάσκοντας, -ουσα, -ον
- (λόγιο) άλλη μορφή του διδάσκων με νεότερες καταλήξεις, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διδάσκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διδάσκοντας
|
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διδάσκοντας | οι | διδάσκοντες |
γενική | του | διδάσκοντα | των | διδασκόντων |
αιτιατική | τον | διδάσκοντα | τους | διδάσκοντες |
κλητική | διδάσκοντα | διδάσκοντες | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του λόγιου «ο διδάσκων». | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- διδάσκοντας: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής διδάσκων, αρχαία ελληνική διδάσκων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδάσκοντας αρσενικό (θηλυκό διδάσκουσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διδάσκοντας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
διδάσκοντας
- (αρσενικό) αιτιατική πληθυντικού του διδάσκων
- ↪ τοὺς διδάσκοντας
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχοντας' (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)