διδακτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διδακτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διδακτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διδακτική θηλυκό

  • ο κλάδος της Παιδαγωγικής επιστήμης που ασχολείται με τις διδακτικές μεθόδους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

διδακτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]