διδακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διδακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διδακτικός (ικανός να διδάσκει) < διδάσκω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enseignant [1]
- που περιέχει «δίδαγμα» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική didactique < ελληνιστική κοινή διδακτικός ή από τη γερμανική Lehrdichtung
προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ða.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐δα‐κτι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]διδακτικός
- που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στη διδασκαλία
- ⮡ διδακτικό βιβλίο
- που περιέχει ένα δίδαγμα
- ⮡ ένα πολύ διδακτικό πάθημα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη διδάσκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διδακτικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διδακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διδακτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διδακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)