διεγέρτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεγέρτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη διεγέρτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεγέρτρια
|
|
διεγέρτρια θηλυκό
|
|