Μετάβαση στο περιεχόμενο

διεγερσιμότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεγερσιμότητα οι διεγερσιμότητες
      γενική της διεγερσιμότητας των διεγερσιμοτήτων
    αιτιατική τη διεγερσιμότητα τις διεγερσιμότητες
     κλητική διεγερσιμότητα διεγερσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διεγερσιμότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διεγερσιμότης < δι- + (ελληνιστική κοινή) ἐγέρσιμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική excitabilité).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε διεγέρσιμ(ος) + -ότητα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.e.ʝeɾ.siˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεγερσιμότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διεγερσιμότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]