διεγνωσμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεγνωσμένος < διαγιγνώσκω
Μετοχή
[επεξεργασία]διεγνωσμένος, -η, -ο
- που έχει διαγνωστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεγνωσμένος