διεθνιστικοϋλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεθνιστικοϋλισμός < διεθνιστικός + -ο- + υλισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διεθνιστικοϋλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεθνιστικοϋλισμός
|