διεθνούς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διεθνούς αρσενικό ή θηλυκό, ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του διεθνής
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (διεθνές) του διεθνής