διεισδυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεισδυτικός < βαθύς: βαθύ βλέμμα
διαπεραστικός: διαπεραστική ματιά
Επίθετο
[επεξεργασία]διεισδυτικός
- που έχει την ικανότητα να διεισδύει, να εμβαθύνει.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεισδυτικός
|