διεκδικήτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεκδικήτρια < διεκδικητής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεκδικήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη διεκδικητής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεκδικήτρια