διεμβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

διεμβάλλω (el)

  1. διαπερνώ εντελώς κάτι αλλά με αντικείμενο που βρίσκεται ακόμη εντός του• περνάω κάτι μέσα από κάτι άλλο, και η μύτη του βγαίνει από την άλλη μεριά
    • περνάω κορδόνι, διεμβολή μεταλλίου-παρασήμου-περιδέραιου κτλ.
    • ανασκολοπίζω, ανθρωποδιεμβάλλω
  2. (σπάνιο) διεμβολίζω