Μετάβαση στο περιεχόμενο

διενεργώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: διενεργῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διενεργώ < (ελληνιστική κοινή) διενέργεια / διενεργῶ < διά + ἐνεργέω / ἐνεργῶ < ἔργον

διενεργώ (παθητική φωνή: διενεργούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]