Μετάβαση στο περιεχόμενο

διεξάγω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διεξάγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεξάγω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἐξάγω < ἐξ + ἄγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.eˈksa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεξάγω
παλιότερος συλλαβισμός: διεξάγω

διεξάγω, πρτ.: διεξήγα, στ.μέλλ.: θα διεξαγάγω, αόρ.: διεξήγαγα, παθ.φωνή: διεξάγομαι, π.αόρ.: διεξάχθηκα/διεξήχθη3o

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις διά, εξάγω, εξ και άγω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]