διεξάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεξάγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεξάγω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἐξάγω < ἐξ + ἄγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.eˈksa.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐ξά‐γω
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐εξ‐ά‐γω
Ρήμα[επεξεργασία]
διεξάγω, πρτ.: διεξήγα, στ.μέλλ.: θα διεξαγάγω, αόρ.: διεξήγαγα, παθ.φωνή: διεξάγομαι, π.αόρ.: διεξάχθηκα/διεξήχθη3o
- ξεκινώ μια διαδικασία και προσπαθώ να την ολοκληρώσω
- ↪ οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις διά, εξάγω, εξ και άγω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)