διεπιστημονικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεπιστημονικότητα οι διεπιστημονικότητες
      γενική της διεπιστημονικότητας των διεπιστημονικοτήτων
    αιτιατική τη διεπιστημονικότητα τις διεπιστημονικότητες
     κλητική διεπιστημονικότητα διεπιστημονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διεπιστημονικότητα < διεπιστημονικ(ός) + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interdisciplinarity)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.e.pi.sti.mo.niˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ε‐πι‐στη‐μο‐νι‐κό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διεπιστημονικότητα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]