διεπιφάνεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεπιφάνεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διεπιφάνεια θηλυκό
- η λεπτή επιφάνεια (συνήθως διαφανής) που χωρίζει μια οντότητα από το περιβάλλον της ή δύο οντότητες μεταξύ τους
- η διεπιφάνεια των σχέσεων μεταξύ υπηρεσίας και πολιτών