διερμηνεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.eɾ.miˈne.vo.me/ & /ði̯eɾ.miˈne.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ερ‐μη‐νεύ‐ο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
διερμηνεύομαι, π.αόρ.: διερμηνεύθηκα, μτχ.π.π.: διερμηνευμένος, (ενεργ.: διερμηνεύω)
- παθητική φωνή του ρήματος διερμηνεύω → δείτε και την κλίση