διευθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διευθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διευθετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
διευθετημένος
- που έχει διεθετηθεί, ρυθμιστεί, πρόβλημα που έχει λυθεί, διένεξη που έχει τερματιστεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις ή άλλο τρόπο