διευθύνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.non.das/ και σε γρήγορο λόγο ði̯eˈfθi.non.das
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐θύ‐νο‐ντας
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- διευθύνοντας: η άκλιτη νεοελληνική μετοχή σε -οντας
Μετοχή[επεξεργασία]
διευθύνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διευθύνω
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διευθύνων & διευθύνοντας |
η | διευθύνουσα | το | διευθύνον |
γενική | του | διευθύνοντος & διευθύνοντα |
της | διευθύνουσας & διευθυνούσης* |
του | διευθύνοντος |
αιτιατική | τον | διευθύνοντα | τη | διευθύνουσα | το | διευθύνον |
κλητική | διευθύνων & διευθύνοντα |
διευθύνουσα | διευθύνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διευθύνοντες | οι | διευθύνουσες | τα | διευθύνοντα |
γενική | των | διευθυνόντων | των | διευθυνουσών | των | διευθυνόντων |
αιτιατική | τους | διευθύνοντες | τις | διευθύνουσες | τα | διευθύνοντα |
κλητική | διευθύνοντες | διευθύνουσες | διευθύνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή[επεξεργασία]
διευθύνοντας, -ουσα, ον
- άλλη μορφή του διευθύνων με νεότερες καταλήξεις
- ↪ ο διευθύνοντας σύμβουλος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διευθύνοντας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
διευθύνοντας
- (ελληνιστική κοινή) αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνων
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχοντας' (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)