διευκολυνθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διευκολυνθείτε
- β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος διευκολύνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος διευκολύνω