διευκρινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διευκρινῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διευκρινώ < αρχαία ελληνική διευκρινέω / διευκρινῶ < εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.ef.kɾiˈno/

Ρήμα[επεξεργασία]

διευκρινώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]