διευκόλυνσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διευκόλυνσης θηλυκό
- γενική ενικού του διευκόλυνση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- διευκολύνσεως (λόγιο)
διευκόλυνσης θηλυκό