διευκόλυνσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διευκόλυνσις < διευκολύν(ω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διευκόλυνσις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]