διευρυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διευρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διευρύνω
Μετοχή[επεξεργασία]
διευρυμένος, -η, -ο
- που έχει γίνει πιο ευρύς από ό,τι ήταν
- προχωρήσαμε με διευρυμένους ορίζοντες μετά από αυτήν την εμπειρία