διευρυνσίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διευρυνσίας οι διευρυνσίες
      γενική του/της διευρυνσία των διευρυνσιών
    αιτιατική τον/τη διευρυνσία τους/τις διευρυνσίες
     κλητική διευρυνσία διευρυνσίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διευρυνσίας < διεύρυνση + -ίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διευρυνσίας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]