διευρύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διευρύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διευρύνω

διευρύνομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]