διζυγωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διζυγωτικός < διζυγώτης
Επίθετο[επεξεργασία]
διζυγωτικός
- ο σχετικός με τον διζυγώτη δίδυμο
- οι ετεροζυγώτες δίδυμοι που δεν μοιράζονται πλήρως κοινό DNA, καθώς έχουν προέλθει από τη γονιμοποίηση δύο και όχι ενός ωαρίου, σε αντιδιαστολή προς τους μονοζυγώτες ή ομοζυγώτες
Αντώνυμα[επεξεργασία]