διζυγώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διζυγώτης οι διζυγώτες
      γενική του διζυγώτη των διζυγωτών
    αιτιατική τον διζυγώτη τους διζυγώτες
     κλητική διζυγώτη διζυγώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διζυγώτης < αγγλ. dizygote < δις (διπλός) +ζυγωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

διζυγώτης αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]