διηγηματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διηγηματικός η διηγηματική το διηγηματικό
      γενική του διηγηματικού της διηγηματικής του διηγηματικού
    αιτιατική τον διηγηματικό τη διηγηματική το διηγηματικό
     κλητική διηγηματικέ διηγηματική διηγηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διηγηματικοί οι διηγηματικές τα διηγηματικά
      γενική των διηγηματικών των διηγηματικών των διηγηματικών
    αιτιατική τους διηγηματικούς τις διηγηματικές τα διηγηματικά
     κλητική διηγηματικοί διηγηματικές διηγηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διηγηματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διηγηματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διηγηματικός

  • που έχει σχέση με το διήγημα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διηγηματικός διηγηματική τὸ διηγηματικόν
      γενική τοῦ διηγηματικοῦ τῆς διηγηματικῆς τοῦ διηγηματικοῦ
      δοτική τῷ διηγηματικ τῇ διηγηματικ τῷ διηγηματικ
    αιτιατική τὸν διηγηματικόν τὴν διηγηματικήν τὸ διηγηματικόν
     κλητική ! διηγηματικέ διηγηματική διηγηματικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διηγηματικοί αἱ διηγηματικαί τὰ διηγηματικᾰ́
      γενική τῶν διηγηματικῶν τῶν διηγηματικῶν τῶν διηγηματικῶν
      δοτική τοῖς διηγηματικοῖς ταῖς διηγηματικαῖς τοῖς διηγηματικοῖς
    αιτιατική τοὺς διηγηματικούς τὰς διηγηματικᾱ́ς τὰ διηγηματικᾰ́
     κλητική ! διηγηματικοί διηγηματικαί διηγηματικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διηγηματικώ τὼ διηγηματικᾱ́ τὼ διηγηματικώ
      γεν-δοτ τοῖν διηγηματικοῖν τοῖν διηγηματικαῖν τοῖν διηγηματικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

=Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη διηγέομαι

Πηγές[επεξεργασία]