διηνεκής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διηνεκής | η | διηνεκής | το | διηνεκές |
γενική | του | διηνεκούς* | της | διηνεκούς | του | διηνεκούς |
αιτιατική | τον | διηνεκή | τη | διηνεκή | το | διηνεκές |
κλητική | διηνεκή(ς) | διηνεκής | διηνεκές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διηνεκείς | οι | διηνεκείς | τα | διηνεκή |
γενική | των | διηνεκών | των | διηνεκών | των | διηνεκών |
αιτιατική | τους | διηνεκείς | τις | διηνεκείς | τα | διηνεκή |
κλητική | διηνεκείς | διηνεκείς | διηνεκή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διηνεκής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διηνεκής
Επίθετο
[επεξεργασία]διηνεκής, -ής, -ές
- (λόγιο) που διαρκεί επ' άπειρον, χωρίς να διακόπτεται, χωρίς σταματημό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αδιάκοπος
- αδιάπαυστος
- αέναος
- ακατάπαυστος
- ασταμάτητος
- επίσης, αιώνιος, αδιάλειπτος, ανελλιπής, διαρκής, ενδελεχής, παντοτινός, συνεχής
Αντώνυμα
[επεξεργασία]- στιγμιαίος
- επίσης, ακαριαίος, παροδικός, σύντομος, φευγαλέος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εις το διηνεκές: διαρκώς στο μέλλον, επ' άπειρον
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διηνεκώς (επίρρημα, λόγιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διηνεκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διηνεκής < (διά) δι- + -ηνεκής (< -ηνεκ + -ής) < θέμα ενεκ- με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση < ἐνεγκεῖν → δείτε τη λέξη ἤνεγκον (β' αόριστος του φέρω)[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]διηνεκής, -ής, -ές
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- διηνεκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διηνεκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηνεκής (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)