δικάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δικάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δικάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικάζω
- θα δικάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικάζω